-
1 топор
-
2 зарубить
-ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зарубленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. φονεύω με τσεκούρι ή με σπαθί.2. εγκόπτω, εντέμνω, εγχαράσσω• σημαδεύω.3. (για ορυκτά) υποσκάπτω.εκφρ.зарубить на носу ή на лбу ή в памяти – το βάζω καλά στο μυαλό μου, το χάραζω καλά στη μνήμη μου.(απλ.) φονεύομαι, σκοτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.κόβομαι με το τσεκούρι. -
3 колун
το (βαρύ) τσεκούρι (για κοπή ξύλων), ο βαρύς πέλεκυς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колун
-
4 надруб
η εγκοπή (με τσεκούρι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > надруб
-
5 топор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топор
-
6 зарубить
зарубитьсов1. (убить) σχίζω μέ σπαθί / σκοτώνω μέ τσεκούρι (топором)·2. (сделать зарубку) χαράζω, ἐντέμνω· ◊ заруби́ себе э́то на носу́ разг βάλτο καλά στό μυαλό σου. -
7 колун
колунм τό βαρύ τσεκούρι. -
8 насаживать
насаживатьнесов (на ручку, древко и т. п.) χώνω, μπήγω, βάζω, ἐμπηγνύω/ στεριώνω (на острие)/ σουβλίζω (на вертел):\насаживать топор на топорище στεριώνω τό τσεκούρι στό στυλιάρι· \насаживать на крючок βάζω στό ἀγκίστρι. -
9 оттачивать
оттачиватьнесов1. ἀκονίζω, τροχίζω, ἀκονώ/ ὀξύνω (заострять):\оттачивать топо́р ἀκονίζω τό τσεκούρι· \оттачивать оружие ἀκονίζω τά ὀπλα· \оттачивать карандаш ξύνω τό μολύβι·2. перен (стиль) τορνεύω. -
10 топор
топорм τό τσεκούρι, ὁ μπαλτάς, ὁ πέλεκυς. -
11 тяпнуть
тяпнутьсов разг1. (ударить) κτυπώ, κοπανώ· \тяпнуть топором κτυπώ μέ τό τσεκούρι·2. (укусить) δαγκάνω. -
12 топор
[ταπόρ] ουσ. α. τσεκούρι -
13 топор
[ταπόρ] ουσ. α. τσεκούρι -
14 топор
[ταπόρ] ουσ α τσεκούρι -
15 топор
[ταπόρ] ουσ α τσεκούρι -
16 владеть
ρ.δ. με οργν. πτ.1. κατέχω, είμαι κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης•владеть домами είμαι κάτοχος σπιτιών•
они -ют орудиями производства αυτοί κατέχουν τα μέσα παραγωγής.
|| μτφ. έχω•владеть талантом έχω ταλέντο.
2. εξουσιάζω, κρατώ•англия -еет еще гибралтаром η Αγγλία κατέχει ακόμα το Γιβραλτάρ.
|| μτφ. κυριεύω, κυριαρχώ•вдохновение -еет поэтом έμπνευση κατέχει τον ποιητή•
страсть -ла ею το πάθος την κυρίευσε.
|| μτφ. κρατώ, υποτάσσω στη θέληση μου•умение учителя владеть классом η ικανότητα του δάσκαλου να κρατεί στα χέρια του την τάξη.
3. χειρίζομαι•плотник хорошо -ет топором ο ξυλουργός καλά χειρίζεται το τσεκούρι•
владеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα.
4. ορίζω•больной не -еет правой рукой ο άρρωστος δεν ορίζει το δεξί χέρι.
|| αμ. είμαι ικανός να πράξω κάτι•у него рука не -еет δεν του πιάνουν τα χέρια.
εκφρ.владеть пером – έχω γερή πένα (γράφω πειστικά, εκφραστικά)•владеть собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου. -
17 вызубрить
-рю, -ришьρ.σ.μ.δοντιάζω, κάνω δοντιές στη κόψη•вызубрить топор, нож κάνω δοντιές στο τσεκούρι, μαχαίρι..
-рю, -ришьρ.σ.μ.αποστηθίζω, παπαγαλίζω, μαθαίνω σαν παπαγάλος. -
18 дровокол
-а α.1. παλ. ξυλοκόπος, ξυλοσκίστης, ξυλάς.2. (διαλκ.) τσεκούρι-ξυλοσκιστής. -
19 зазубренный
επ. από μτχ.δοντιασμένος, οδοντωτός, στομωμένος•зазубренный топор δοντιασμένο τσεκούρι.
επ. από μτχ.από μνήμης, μηχανικός• απερίσκεπτος•зазубренный ответ αδιανόητη ιαπάντηση.
-
20 зазубрить
-брю, -бришь и. -зубришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зазубренный, βρ: -брен, -а, -оρ.σ.μ.δοντιάζω, κάνω δοντιές• зазубрить τοπόρ δοντιάζω το τσεκούρι.δοντιάζω.ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. зазубрить)παπαγαλίζω, ψιττακίζω, αποστηθίζω.αποστηθίζω πολύ χρόνο, ξεκουτιάζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τσεκούρι — τσεκούρι, το και τσικούρι, το (λ. λατ.), κοφτερό εργαλείο με στειλιάρι για το κόψιμο ξύλων, πελέκι, μπαλτάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσεκούρι — Ημιορεινός οικισμός (27 κάτ., υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρέβεζας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουβοποτάμου. * * * και τσικούρι, το, Ν πέλεκυς, μπαλτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με… … Dictionary of Greek
αξίνα — Γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για σκάψιμο ή και για το σχίσιμο ξύλων. Αποτελείται από δύο στόματα, ένα πλατύ και ένα μυτερό. Λέγεται και αξινάρι ή ξινάρι, και το στυλιάρι της, αξινοκράτημα. Η α. είναι γνωστή από την αρχαία εποχή. Ήταν… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… … Dictionary of Greek
σεκούριον — τὸ, Α τσεκούρι, πέλεκυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. securis «τσεκούρι»] … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek
τσεκουράτος — και τσικουράτος, η, ο, Ν 1. κοφτερός σαν τσεκούρι 2. μτφ. α) σαφής και αυστηρός β) δηκτικός, δριμύς. επίρρ... τσεκουράτα μτφ. σαφέστατα και αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι / τσικούρι + κατάλ. άτος (πρβλ. σταρ άτος)] … Dictionary of Greek
τσεκουριά — η, Ν χτύπημα με τσεκούρι («με μια τσεκουριά έριξε το δέντρο κάτω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
τσεκουρώνω — Ν [τσεκούρι] 1. χτυπώ με τσεκούρι 2. μτφ. α) τιμωρώ αυστηρά β) (σχετικά με μαθητές) i) βαθμολογώ υπερβολικά αυστηρά ii) απορρίπτω σε εξετάσεις λόγω υπερβολικής αυστηρότητας … Dictionary of Greek
Αγριώνια — Βακχική γιορτή, που γινόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, ίσως κάθε τριετία. Κατά τον Πλούταρχο, η γιορτή είχε το παρακάτω τυπικό: γυναίκες έτρεχαν στα χωράφια και στα βουνά, αναζητώντας τον Διόνυσο. Ταυτόχρονα, με… … Dictionary of Greek